- Τραχείς
- Τραχίςthe people of T.fem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τραχεῖς — Τραχίς the people of T. fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχεῖς — τρᾱχεῖς , τραχύς jagged masc nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
Σαμνίτες — Αρχαίος ιταλικός λαός σαβινικής καταγωγής, που ήταν εγκαταστημένος στο Σάμνιο. Ήταν κτηνοτρόφοι τραχείς, που ζούσαν νομαδική ζωή. Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για το λαό αυτό χρονολογούνται από τον 5o αι. π.Χ., οπότε, εγκαταστάθηκαν στη… … Dictionary of Greek
κάρκαροι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) τραχείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρκίνος] … Dictionary of Greek
κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
λιθώδης — ες (AM λιθώδης, ῶδες) [λίθος] 1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.) 2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.) μσν. μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος. επίρρ... λιθωδῶς (Α) όπως οι πέτρες … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek